ποίνημα

Revision as of 15:23, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ατος, τό, (ποινάω) penalty, Hsch. (ποινώματα cod.).

German (Pape)

[Seite 652] τό, Buße, Rache, Strafe, Hesych. wahrscheinlich falsch ποίνωμα.

Greek (Liddell-Scott)

ποίνημα: τό, (ποινάω) τιμώρημα, Ἡσύχ. (κῶδ. ποινώματα).

Greek Monolingual

τὸ, Α ποινῶμαι
(κατά τον Ησύχ.) εκδίκηση, τιμωρία.