πονηροδιδάσκαλος

Revision as of 15:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, teaching wickedness, Str.7.3.8.

German (Pape)

[Seite 680] Böses lehrend, Strab. 7, 3, 8.

Greek (Liddell-Scott)

πονηροδῐδάσκαλος: -ον, ὁ διδάσκαλος τῆς κακίας, Στράβ. 302.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui enseigne le mal.
Étymologie: πονηρός, διδάσκαλος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που διδάσκει την πονηρία, ο δάσκαλος της κακίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + διδάσκαλος (πρβλ. τραγωδο-διδάσκαλος)].

Greek Monotonic

πονηροδῐδάσκαλος: -ον, αυτός που εθίζει στη μοχθηρία, που διδάσκει το κακό, σε Στράβ.

Middle Liddell

πονηρο-δῐδάσκαλος, ον,
teaching wickedness, Strab.