πορφυροβάφος
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, dyer of purple, Inscr. Delos 400.7 (ii B.C.), IGRom.4.816 (Hierapolis, πορφυραβ-), Ath.13.604b.
German (Pape)
[Seite 686] ὁ, Purpurfärber; Ath. XIII, 604 b; Poll. 7, 169.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠροβάφος: ὁ βάπτων εἰς πορφυροῦν χρῶμα τὰ ὑφάσματα, Ἀθήν. 604Β.
Greek Monolingual
ὁ, Α
τεχνίτης της βαφής πορφυρών υφασμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -βάφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. υδρο-βάφος].