προσράσσω

Revision as of 16:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

dash against, ταῖς Σηπιάσι [ναῦς] Paus.8.27.14:— Pass., πέτραις -ραχθέντες D.S.31.45, v.l. in Ph.2.123.

German (Pape)

[Seite 779] att. -ττω, = προσρήσσω, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσράσσω: προσαράττω, προσρήγνυμι, τί τινι Παυσ. 8. 27, 14.

Greek Monolingual

Α
χτυπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο με ορμή μεταβάλλοντάς το σε συντρίμμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ῥάσσω «χτυπώ»].