προσυντρίβω

Revision as of 16:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ῑ], break in pieces before, ῥάβδους Id.59.20.

German (Pape)

[Seite 785] vorher zerreiben, zerbrechen, D. Cass. 59, 20.

Greek (Liddell-Scott)

προσυντρίβω: [ῑ], συντρίβω πρότερον, Δίων Κ. 59. 20.

Greek Monolingual

Α συντρίβω
σπάζω σε κομμάτια, κομματιάζω, θρυμματίζω προηγουμένως («τὰς ῥάβδους προσυντρίψας», Δίων Κάσσ.).