πρόσραμμα

Revision as of 16:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ατος, τό, patch, Phot. s.v. ὀχθοίβους.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσραμμα: τό, τὸ προσραπτόμενον ἐπὶ χιτῶνος, ἐπίβλημα, Φώτ. 366 ἐν λ. ὀχθοίβους.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ προσράπτω
το αποτέλεσμα του προσράπτω, καθετί που προστίθεται με ραφή πάνω σε κάτι άλλο, το μπάλωμα.