πώτημα

Revision as of 16:58, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

v. πότημα (A).

German (Pape)

[Seite 828] τό, Flug, ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἦλθον, Aesch. Eum. 241.

Greek (Liddell-Scott)

πώτημα: τό ἴδε λ. πότημα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vol, essor.
Étymologie: πωτάομαι.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α πωτῶμαι
πέταγμα, πτήσηὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἦλθον», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

πώτημα: -ατος, τό, βλ. πότημα.

Russian (Dvoretsky)

πώτημα: ατος τό полет: ὑπὲρ πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἐλθεῖν Aesch. перелететь море без крыльев.

Middle Liddell

πώτημα, ατος, τό, [v. πότημα.]