σκυτοτομεῖον

Revision as of 18:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

τό, shoemaker's shop, Lys.24.20, Macho ap.Ath. 13.581d (v.l. -ιον).

German (Pape)

[Seite 909] τό, = σκυτοτόμιον, Lys. 24, 20.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοτομεῖον: τό, τὸ ἐργαστήριον τοῦ σκυτοτόμου ἢ ὑποδηματοποιοῦ, Λυσ. 170. 9, Μάχων παρ’ Ἀθην. 581D (διάφορ. γραφ. -ιον).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
atelier ou boutique de cordonnier.
Étymologie: σκυτοτόμος.

Greek Monolingual

και σκυτοτόμιον, τὸ, Α σκυτοτόμος
το εργαστήρι του σκυτοτόμου, υποδηματοποιείο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτοτομεῖον -ου, τό [σκυτοτόμος] werkplaats of winkel van een schoenmaker, schoenmakerij.

Russian (Dvoretsky)

σκῡτοτομεῖον: τό сапожная мастерская Lys.

English (Woodhouse)

shoemaker's shop