σκορδίνημα

Revision as of 18:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ατος, τό, stretching, Hp.Epid.2.3.1; also σκορδῐν-ησμός, ὁ, ib.6.5.1 (σκορδῐν-ισμός codd., as in Gal.17(2).244).

German (Pape)

[Seite 904] τό, auch κορδίνημα, das Recken der Glieder, bes. bei Schlaftrunkenen, Hippocr.

Greek Monolingual

και κορδίνημα, τὸ, Α σκορδινῶμαι
η κατάσταση του σκορδινῶμαι, το τέντωμα τών άκρων του σώματος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκορδίνημα -ατος, τό [σκορδινάομαι] het zich strekken of uitrekken.