στιλβότης

Revision as of 18:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ητος, ἡ, v.l. for στιλπνότης, Plu.Alex.57.

German (Pape)

[Seite 943] ητος, ἡ, = στιλπνότης, Plut. Alex. 57.

Greek (Liddell-Scott)

στιλβότης: -ητος, ἡ, = στιλπνότης, Πλουτ. Ἀλέξ. 57, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
éclat.
Étymologie: στιλβός.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, ΜΑ στιλβός
η ιδιότητα του στιλβού, στιλπνότητα («τὴν τῶν ἀστέρων... στιλβότητα, τὴν λαμπηδόνα ἐκείνην καὶ στιλβότητα», Βασ.).

Russian (Dvoretsky)

στιλβότης: ητος ἡ блеск (ἐλαίου Plut.).