στρουθωτός

Revision as of 18:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, painted or embroidered with birds, Sophr.100.

German (Pape)

[Seite 956] wie von στρουθόω, mit Vögeln bemalt od. gestickt, ἑλίγματα Sophron Ath. II, 48 c.

Greek (Liddell-Scott)

στρουθωτός: -ή, -όν, ὥσπερ ἐκ ῥήματ. στρουθόω, ἐζωγραφημένος ἢ κεντημένος μὲ εἰκόνας πτηνῶν, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 48C.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(για ζωγραφικό πίνακα, κόσμημα, άγαλμα ή κέντημα) αυτός που έχει παραστάσεις πουλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός)].