συγγενοκτόνος

Revision as of 18:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, (κτείνω) slaying one's kindred, Tz H.9.391.

Greek (Liddell-Scott)

συγγενοκτόνος: -ον, (κτείνω) ὁ ἀποκτείνων τοὺς ἰδίους συγγενεῖς, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 391.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που σκοτώνει τους συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγενής + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητροκτόνος.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που σκοτώνει τους συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγενής + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητροκτόνος.