συμπαρακελεύομαι

Revision as of 18:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Med., help in inciting, Isoc.13.21.

German (Pape)

[Seite 984] dep. med., mit ermahnen, Isocr. 13, 21 Bekker, vulg. συμπαρασκευάσασθαι.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρακελεύομαι: ἀποθετ., ἀπὸ κοινοῦ παρακινῶ, παρορμῶ, Ἰσοκρ. 295D.

French (Bailly abrégé)

exhorter ensemble.
Étymologie: σύν, παρακελεύω.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) προτρέπω ή παρακινώ κάποιον σε κάτι μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακελεύομαι «προστάζω, παραγγέλλω»].

Greek Monotonic

συμπαρακελεύομαι: αποθ., παρακινώ, εξεγείρω, προτρέπω από κοινού, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρακελεύομαι: совместно побуждать, вместе увещевать Isocr.

Middle Liddell


Dep. to join in exciting, Isocr.