συνατενίζω

Revision as of 18:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

= Lat. contueor, Dosith. p.433 K., Gloss.

German (Pape)

[Seite 1005] starr ansehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰτενίζω: ἀτενίζω, βλέπω ἀτενῶς ὁμοῦ, Γλωσσ.

Greek Monolingual

Α ἀτενίζω
ατενίζω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.

Greek Monolingual

Α ἀτενίζω
ατενίζω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.