συνδιαθερμαίνω

Revision as of 19:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

warm thoroughly together, Hp.Morb.1.24.

German (Pape)

[Seite 1007] mit od. zugleich durchwärmen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαθερμαίνω: διαθερμαίνω ὁμοῦ, Ἱππ. 458. 10.

Greek Monolingual

ΜΑ διαθερμαίνω
θερμαίνω κάτι σε όλη του τη μάζα μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διαθερμαίνω tegelijk door en door verwarmen.