Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
φαωτός
Revision as of 19:32, 23 August 2022 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
ά, όν, = φαιός, χλαῖναSchwyzer 323 C24 (Delph., iv B.C.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α λευκόφαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει πιθ. προέλθει από το επίθ. φαιός μέσω ενός αμάρτυρου ρ. φαιῶ / -όω (πρβλ.ὑπο-φαιῶ) με υφαίρεση του -ι- (φαωτόςαντίφαιωτός) προςαποφυγή της χασμωδίας].