φυτάς

Revision as of 19:59, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

άδος, ἡ, plant, φ. νέα Plu.2.411d.

German (Pape)

[Seite 1319] άδος, ἡ, die Pflanze, das Pflanzreis, der Senker, bes. des Oelbaums, Plut. def. or. 4.

Greek (Liddell-Scott)

φυτάς: -άδος, ἡ, νεαρὸν φυτόν, κλάδος, παραφυάς, Πλούτ. 2. 411D.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
rejeton d'olivier.
Étymologie: φυτόν.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
(κυρίως σχετικά με την ελιά) νεαρό φυτό, παραφυάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. θαμν-άς)].

Russian (Dvoretsky)

φῠτάς: άδος ἡ молодой побег, отводок Plut.