χλιεροθαλπής

Revision as of 20:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, lukewarm, Philox.2.40.

Greek (Liddell-Scott)

χλιεροθαλπής: -ές, χλιαρός, χλιεροθαλπὲς ὕδωρ ἐπεγχέοντες Φιλόξενος παρ’ Ἀθην. 409Ε.

Greek Monolingual

-ές, Α
χλιαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλιαρός /χλιερός + -θαλπής (< θάλπος < θάλπω), πρβλ. εὐ-θαλπής, κακο-θαλπής].