χερσονησώδης

Revision as of 20:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ες, later χερρ-, = χερσονησοειδής, Str.14.6.3.

German (Pape)

[Seite 1351] ες, att. χεῤῥον., zsgzgn statt χερσονησοειδής.

Greek Monolingual

και αττ. τ. χερρονησώδης, -ῶδες, Α χερσόνησος /χερρόνησος
ο χερσονησοειδής, αυτός που έχει το σχήμα χερσονήσου.