χρεωφείλημα

Revision as of 20:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ατος, τό, debt, Poll.8.141.

German (Pape)

[Seite 1372] τό, die Schuld, Poll. 8, 141.

Greek (Liddell-Scott)

χρεωφείλημα: τό, ὀφειλή, χρέος, Πολυδ. Η΄, 141.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α
οφειλή, χρέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος + οφείλημα (< ὀφείλω). Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].