γοητής

Revision as of 21:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, wailer, γοητῶν νόμον A.Ch. 822 codd. (γοατάν Herm.), cf. Tim.Pers.112.

Greek (Liddell-Scott)

γοητής: -οῦ, Δωρ. γοατάς, ᾶ, ὁ, (γοάω) ὁ κραυγάζων, γοατῶν νόμον (Herm. γοατὰν ὡς ἐπίθ.) Αἰσχύλ. Χο. 822.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui gémit, qui se lamente.
Étymologie: γοάω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
el que lanza gemidos γοηταὶ θρηνώδει κατείχοντ' ὀδυρμῷ Tim.15.102.

Greek Monolingual

γοητής, ο, δωρ. τ. γοατάς, ο (Α) γοώ
θρηνώδης.

Greek Monotonic

γοητής: -οῦ, ὁ (γοάω), Δωρ. γοᾱτάς, -ᾶ, αυτός που κραυγάζει· ή με επιρρ. σημασία, με κλαυθμούς και οδυρμούς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

γοητής: οῦ, дор. γοᾱτάς, ᾶ adj. m рыдающий, плачущий (νόμος Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γοητής -οῦ, ὁ γοάω iem. die klaagt of jammert.

Middle Liddell

γοάω
a wailer; or, in adv. sense, of lamentation, Aesch.