γρυτοδόκη
English (LSJ)
ἡ, = γρυμέα1, AP6.254 (Myrin.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
γρῡτοδόκη: ἡ,=γρυμέα, Ἀνθ. Π. 6. 254.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
meuble de toilette de femme, chiffonnier.
Étymologie: γρύτη, δέκομαι.
Spanish (DGE)
(γρῡτοδόκη) -ης, ἡ baúl o arcón para trastos, AP 6.254 (Myrin.).
Greek Monolingual
γρυτοδόκη, η (Α)
η γρυμέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γρύτη + -δόκη < δέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
γρῡτοδόκη: adj. f служащий для хранения женского платья: γ. κοιτίς Anth. = γρύτη.