γρυτοδόκη

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρῡτοδόκη Medium diacritics: γρυτοδόκη Low diacritics: γρυτοδόκη Capitals: ΓΡΥΤΟΔΟΚΗ
Transliteration A: grytodókē Transliteration B: grytodokē Transliteration C: grytodoki Beta Code: grutodo/kh

English (LSJ)

ἡ, = γρυμέα1, AP6.254 (Myrin.).

Spanish (DGE)

(γρῡτοδόκη) -ης, ἡ baúl o arcón para trastos, AP 6.254 (Myrin.).

German (Pape)

[Seite 507] κοιτίς, ἡ, Rumpelkammer, Myrin. 2 (VI, 254).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
meuble de toilette de femme, chiffonnier.
Étymologie: γρύτη, δέκομαι.

Russian (Dvoretsky)

γρῡτοδόκη: adj. f служащий для хранения женского платья: γ. κοιτίς Anth. = γρύτη.

Greek (Liddell-Scott)

γρῡτοδόκη: ἡ,=γρυμέα, Ἀνθ. Π. 6. 254.

Greek Monolingual

γρυτοδόκη, η (Α)
η γρυμέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γρύτη + -δόκη < δέχομαι.