διαφοιβάζω
English (LSJ)
drive mad, διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S.Aj.332.
Greek (Liddell-Scott)
διαφοιβάζω: ἐκμαίνω, μαινόμενον ποιῶ, διαπεφοιβάσθαι κακοῖς Σοφ. Αἴ. 332.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. inf. διαπεφοιβάσθαι;
agiter d'un transport furieux, mettre hors de soi.
Étymologie: διά, φοιβάζω.
Spanish (DGE)
enloquecer de terror λέγεις ... τὸν ἄνδρα διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S.Ai.332.
Greek Monolingual
διαφοιβάζω (Α)
κάνω κάποιον μανιακό.
Greek Monotonic
διαφοιβάζω: οδηγώ στην τρέλα, εξοργίζω — Παθ. απαρ. παρακ. διαπεφοιβάσθαι, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
διαφοιβάζω: приводить в исступление: διαπεφοιβάσθαι κακοῖς Soph. сойти с ума от несчастий.
Middle Liddell
to drive mad: Pass., perf. inf. διαπεφοιβάσθαι Soph.