διδαγμοσύνη

Revision as of 22:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, = διδασκαλία, Doroth. ap. Heph.Astr.2.19.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ enseñanza τῇδε διδαγμοσύνῃ πεπνυμένος Doroth.432.4.

Greek Monolingual

διδαγμοσύνη η (Α) δίδαγμα
η γνώση που στηρίζεται σε διδασκαλία, διδασκαλία.