διδαγμοσύνη

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδαγμοσύνη Medium diacritics: διδαγμοσύνη Low diacritics: διδαγμοσύνη Capitals: ΔΙΔΑΓΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: didagmosýnē Transliteration B: didagmosynē Transliteration C: didagmosyni Beta Code: didagmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, = διδασκαλία, Doroth. ap. Heph.Astr.2.19.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ enseñanza τῇδε διδαγμοσύνῃ πεπνυμένος Doroth.432.4.

Greek Monolingual

διδαγμοσύνη η (Α) δίδαγμα
η γνώση που στηρίζεται σε διδασκαλία, διδασκαλία.