δικαιοπραγής

Revision as of 22:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, acting justly, PSI1.76.5 (vi A. D.), Sch.Ar.Av.1354, Suid. s.v. ἀντιπελαργεῖν.

German (Pape)

[Seite 626] ές, gerecht handelnd, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιοπραγής: -ές, δίκαια πράττων, δίκαιος, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀντιπελαργεῖν.

Spanish (DGE)

-ές
que obra rectamente, de recta conducta, βασιλεία PSI 76.5 (VI d.C.), τὸ εὐῶδες ... ὑμῶν δικαιοπραγὲς πρόβλημα PMasp.5.7 (VI d.C.), fig. del comportamiento de algunos anim., Sch.Ar.Au.1354a, Sud.s.u. ἀντιπελαργεῖν
neutr. compar. subst. sentido de la justicia αὐτῆς τὸ μισοπόνηρον ἐν ἅπασι καὶ πολ[υμ] ελὲς αὐτῆς δικαι[ο] πραγέστερον PMasp.279.11 (VI d.C.).

Greek Monolingual

δικαιοπραγής, -ές (Α)
αυτός που ενεργεί δίκαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + -πραγής < θ. πραγ-, πρβλ. πράγ-μα (πράσσω / πράττω)].