ζωμοτάριχος

Revision as of 23:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, stewed salt-fish, as a nickname, Alex.42.

Greek (Liddell-Scott)

ζωμοτάρῑχος: ᾰ, ὁ, τεταριχευμένος ἰχθύς, βραστός, ὡς σκωπτικὸν ὄνομα, Ἄλεξ. Γυναικ. 2.

Greek Monolingual

ζωμοτάριχος, ὁ (Α)
1. ζωμός από ταριχευμένα κρέατα ή ψάρια
2. (ως σκωπτικό επωνύμιο) βραστό ταριχευμένο ψάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + τάριχος «διατηρημένο κρέας»].