ζωμοτάριχος

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωμοτάρῑχος Medium diacritics: ζωμοτάριχος Low diacritics: ζωμοτάριχος Capitals: ΖΩΜΟΤΑΡΙΧΟΣ
Transliteration A: zōmotárichos Transliteration B: zōmotarichos Transliteration C: zomotarichos Beta Code: zwmota/rixos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, stewed salt-fish, as a nickname, Alex.42.

Greek (Liddell-Scott)

ζωμοτάρῑχος: ᾰ, ὁ, τεταριχευμένος ἰχθύς, βραστός, ὡς σκωπτικὸν ὄνομα, Ἄλεξ. Γυναικ. 2.

Greek Monolingual

ζωμοτάριχος, ὁ (Α)
1. ζωμός από ταριχευμένα κρέατα ή ψάρια
2. (ως σκωπτικό επωνύμιο) βραστό ταριχευμένο ψάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + τάριχος «διατηρημένο κρέας»].