ζυγοειδής
English (LSJ)
ές, like a yoke, ὀστᾶ Gal.14.721.
German (Pape)
[Seite 1141] ές, jochähnlich, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ζυγόν, τὸ ζ. = ζύγωμα ΙΙΙ, Γαλην. 4, 13.
Greek Monolingual
ζυγοειδής, -ές (Α)
όμοιος με ζυγό («ζυγοειδῆ ὀστᾱ», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -είδης (< είδος), πρβλ. σφαιροειδής, ωοειδής].