θεϊκός

Revision as of 23:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, late form for θεῖος (A), θρησκεία Cat.Cod.Astr.1.116; σοφία MAMA1.228 (Laodicea Combusta).

German (Pape)

[Seite 1191] göttlich, Sp., wie Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

θεϊκός: -ή, -όν, μεταγεν. τύπος τοῦ θεῖος, Κλήμ. Ἀλ. 116, Συλλ. Ἐπιγρ. 8714. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM θεϊκός, -ή, -όν) θεός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή προέρχεται από τον θεό, θείος («θεϊκή οργή»)
νεοελλ.
θεσπέσιος, υπέροχος, εξαίρετος.
επίρρ...
θεϊκώς και -ά (Α θεϊκῶς)
με θεϊκό τρόπο, υπέροχα, θεσπέσια
νεοελλ.
(ειδ. για τρόπο διανομής) άνισα, ανώμαλα.