θολομιγής

Revision as of 00:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, mixed with dirt, Onat. ap. Stob.1.1.39.

German (Pape)

[Seite 1214] ές, mit Schmutz, Schlamm vermischt, σῶμα θνητὸν καὶ θ. Onat. bei Stob. ecl. 1, 3, 38, mss. θολομογές.

Greek (Liddell-Scott)

θολομῐγής: -ές, μεμιγμένος μετὰ πηλοῦ, Ὀνάτ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 98.

Greek Monolingual

θολομιγής, -ές (Α)
ανακατωμένος με πηλό, με λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θολός + -μιγής (< θ. μιγ-πρβλ. ε-μίγ-ην του μ(ε)ίγνυμι), πρβλ. αμιγής, αμφιμιγής, θερμο-μιγής.