κάρανος

Revision as of 00:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ᾰ], ο, (κάρα A) a chief, X.HG1.4.3, cj. in Anacreont.15.3.

German (Pape)

[Seite 1325] ὁ (κάρα), der Häuptling, das Oberhaupt. Xen. Hell. 1, 4, 3, von ihm selbst durch κύριος erkl. Auch Anacr. 15, 3 für κοίρανε von Lennep hergestellt.

Greek (Liddell-Scott)

κάρᾱνος: ὁ, (κάρα) ἄρχων, κύριος, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 3, Ἀνακρεόντ. 15. 3.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chef souverain.
Étymologie: κάρα.

Greek Monolingual

κάρανος, ὁ (Α) κάρα
δωρ. τ. του κοίρανος.

Greek Monotonic

κάρᾱνος: ὁ (κάρα), αρχηγός, άρχοντας, ηγέτης, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κάρᾱνος: (κᾰ) ὁ начальник, предводитель, глава (Xen.; Anacr. - v.l. κοίρανος).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάρανος -ου, ὁ [κάρα] hoofd, leider.

Middle Liddell

κάρᾱνος, ὁ, κάρα
a chief, Xen.