καρδιόπληκτος

Revision as of 00:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, gloss on ἐμβρόντητος, Sch.X.An.3.4.12 (ed. L. Dindorf).

German (Pape)

[Seite 1326] im Herzen getroffen, Sp.

Greek Monolingual

καρδιόπληκτος, -ον (Α)
(σχόλ.) αυτός που έχει πληγεί στην καρδιά από φόβο ή που έχει εκπλαγεί, εμβρόντητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κεραυνόπληκτος, φαντασιόπληκτος].