καστόριος

Revision as of 00:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

v. καστόρειος, καστορίδες.

German (Pape)

[Seite 1333] vom Biber kommend, ihn betreffend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καστόριος: -α, -ον, (κάστωρ) ἀνήκων εἰς τὸν κάστορα, ἐκ τοῦ κάστορος, Ἡσύχ.· καστ. ἱμάτια, ἐκ δέρματος κάστορος, Λατ. castorinae ἢ -eae vestes, Ἐκκλ. ΙΙ. πρβλ. καστορίδες Ι.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α καστόριος, -ία, -ον και καστόρειος, -ειον) κάστωρ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάστορα
νεοελλ.
1. κατασκευασμένος από δέρμα ή από τρίχες κάστορα, καστόρινος
2. το ουδ. ως ουσ. το καστόριο καστόρι
αρχ.
(το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ καστόριαι (ενν. κύνες)
(στον Ξεν.) αντί καστορίδες.