καρχαρέος

Revision as of 01:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

α, ον, = κάρχαρος, κύνες EM493.1; cf.foreg.ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 1332] eigtl. = Vorigem; bes. bissig, von Hunden u. Wölfen, E. M. 493, 1, als v.l. für καρχαλέος bei Ap. Rh. u. Tryph.

Greek (Liddell-Scott)

καρχαρέος: -α, -ον, = κάρχαρος, ἴδε καρχαλέος ΙΙ.

Greek Monolingual

καρχαρέος, -α, -ον (Α) κάρχαρος
κάρχαρος, δηκτικός, με κοφτερά δόντια.