κατασκορπίζω

Revision as of 01:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

scatter abroad, D.S.24.1.

German (Pape)

[Seite 1379] auseinanderwerfen, zerstören, Eumath. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκορπίζω: παντελῶς σκορπίζω, Διοδ. Ἐκλογ. 507. 5, Εὐμάθ. σ. 102.

Greek Monolingual

και κατασκορπώ, -άω (AM κατασκορπίζω)
σκορπίζω εδώ κι εκεί, διασκορπίζω
νεοελλ.
κατασπαταλώ, εξανεμίζω.

Russian (Dvoretsky)

κατασκορπίζω: рассеивать, разбрасывать (ἡ θάλασσα κατεσκόρπισε τὰς δυνάμεις Diod.).