κατασπαταλώ
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(AM κατασπαταλῶ, -άω)
σπαταλώ αλόγιστα, καταξοδεύω
αρχ.
διάγω βίο άσωτο, ακόλαστο, ασωτεύω.