κατεξετάζω

Revision as of 01:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

decide, try, δίκην Cod.Just.1.4.29 Intr.; examine carefully, examine in depth, investigate, Agath.5.9 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1395] verstärktes ἐξετάζω, erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατεξετάζω: ἀκριβῶς ἐξετάζω, ἀναγνωρίζω, δοκιμάζω, ἄνδρα πολλοῖς κατεξητασμένον πολέμοις,- νόσῳ κατεξετασθεὶς καὶ κατασκελετευθεὶς Γεώργ. Ἀκροπολ.

Greek Monolingual

κατεξετάζω (AM)
εξετάζω λεπτομερώς και προσεκτικά
αρχ.
1. κρίνω, ανακρίνω, αποφασίζω, δικάζω
2. παθ. κατεξετάζομαι
α) δοκιμάζομαι («ἄνδρα πολλοῖς κατεξητασμένον πολέμοις», Γ. Ακροπ.)
β) εξετάζομαι λεπτομερώς, με προσοχή.