κατερυκάνω

Revision as of 01:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ᾰ], lengthd. form of κατερύκω, μή μ' ἐθέλοντ' ἰέναι κατερύκανε Il.24.218.

German (Pape)

[Seite 1397] = Folgdm, Il. 24, 218, wie Orph. Arg. 645, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

κατερῡκάνω: ᾰ ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἑπομ., μή μ’ ἐθέλοντ’ ἰέναι κατερύκανε Ἰλ. Ω. 218.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf;
c.
κατερύκω.

Greek Monolingual

κατερυκάνω (Α)
(παρεκτεταμ. τ. του κατερύκω) κρατώ πίσω, εμποδίζω, αναχαιτίζω.

Greek Monotonic

κατερῡκάνω: [ᾰ], = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κατερῡκάνω: Hom. = κατερύκω.

Middle Liddell

=kateru/_kw, Il.]