κνηστός

Revision as of 02:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, scraped, rasped, κ. ἄρτος Artem.Eph. ap. Ath.3.111d; but λάχανα κνηστά (v.l. κνιστά) chopped up, Ar.Fr.908 ( = Antiph.79).

German (Pape)

[Seite 1461] adj. verb. zu κνάω, gekratzt, geschabt; ἄρτος Ath. III, 111 d, vgl. XII, 516 d.

Greek (Liddell-Scott)

κνηστός: -ή, -όν, ἐξεσμένος, κν. ἄρτος, εἶδος ἄρτου, Ἀθήν. 111D· κνηστὰ (κατὰ Meineke ἀντὶ κνιστὰ) Ἀντιφάν. ἐν «Δηλίᾳ» 1.

Greek Monolingual

κνηστός, -ή, -όν (Α) κνω
1. ξυσμένος
2. κατακομμένος («λάχανα κνηστά», Αριστοφ.).