κνω

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

Greek Monolingual

κνῶ, -άω και κναίω και κνήθω (Α)
1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.)
2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.)
3. (ενεργ. και μεσοπαθ.) προκαλώ κνησμό («τοῖς τὰ «ὦτα πτερῷ, κνωμένοις», Λουκιαν.)
4. μέσ. κνώμαι, -άομαι
νιώθω φαγούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τις τρεις μορφές του ρ. κνῶ, κναίω και κνήθω μόνο ο πρώτος συνδέεται με τ. άλλων ΙΕ γλωσσών, όπως με το λιθουαν. kn(i)ό-tis «ξεφλουδίζομαι» και το αρχ. άνω γερμ. nuoen «γυαλίζω». Το κνήθω είναι προϊόν μεταπλασμού κατά τα λήθω, πλήθω, ενώ η αντιστοιχία τών κνάω / -, κναίω θυμίζει εκείνη τών ψάω / -ώ: ψαίω, που έχουν μάλιστα την παραπλήσια σημ. «τρίβω, κατατρίβω». Το ρ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα kn- της ΙΕ ρίζας ken- «ξύνω, τρίβω», η οποία σε διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες και με ποικίλες παρεκτάσεις εμφανίζεται σε πολλές λέξεις, όπως στις κνίζω, κνίδη, κνῖσα, κνίψ, κνύω, κνώδαλος, ίσως στο κόνις κ.ά.
ΠΑΡ. κνησμός
αρχ.
κνήμα, κνησείω, κνήσις, κνηστήρ, κνήστις, κνηστίς, κνηστός, κνήστρον
αρχ.-μσν.
κνήσμα, κνησμονή.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κνησίχρυσος. (Β συνθετικό) ανακνώ, αποκνώ, εκκνώ, επικνώ, κατακνώ, υποκνώ].