κτήσιππος
English (LSJ)
ον, possessing horses, pr. n. in Od., cf. Luc.Fug.26.
German (Pape)
[Seite 1519] Pferde besitzend, vgl. Luc. Fugit. 26. – S. Nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
κτήσιππος: -ον, ἔχων ἵππους· κύρ. ὄνομ. ἐν τῇ Ὀδ., πρβλ. Λουκ. Δραπ. 26.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
κτήσιππος, -ον (Α)
αυτός που έχει αποκτήσει, που κατέχει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτησ- του κτῶμαι (πρβλ. κτήσις) + ἵππος (πρβλ. ζεύξιππος, κρατήσιππος). Η λ. είναι σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος].
Russian (Dvoretsky)
κτήσιππος: владеющий конями Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτήσιππος -ον [κτάομαι, ἵππος] die paarden bezit.