ζεύξιππος

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζεύξιππος Medium diacritics: ζεύξιππος Low diacritics: ζεύξιππος Capitals: ΖΕΥΞΙΠΠΟΣ
Transliteration A: zeúxippos Transliteration B: zeuxippos Transliteration C: zeyksippos Beta Code: zeu/cippos

English (LSJ)

leaper, vaulter, trick rider, vaulter between horses, leaper between horses, circus trick rider, Lat. desultor, junctor, Gloss.

Greek Monolingual

ζεύξιππος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί να πηδά από το ένα άλογο στο άλλο, ο άμφιππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζευξι- (< ζεύγνυμι) + ίππος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος. Απαντά και ως κύριο όνομα].