ζεύξιππος
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
leaper, vaulter, trick rider, vaulter between horses, leaper between horses, circus trick rider, Lat. desultor, junctor, Gloss.
Greek Monolingual
ζεύξιππος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί να πηδά από το ένα άλογο στο άλλο, ο άμφιππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζευξι- (< ζεύγνυμι) + ίππος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος. Απαντά και ως κύριο όνομα].