ζεύξιππος
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
leaper, vaulter, trick rider, vaulter between horses, leaper between horses, circus trick rider, Lat. desultor, junctor, Gloss.
Greek Monolingual
ζεύξιππος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί να πηδά από το ένα άλογο στο άλλο, ο άμφιππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζευξι- (< ζεύγνυμι) + ίππος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος. Απαντά και ως κύριο όνομα].