κρύβηλος

Revision as of 02:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, hidden, Hsch.:—also κρυβ-ήτης, ου, ὁ, one hidden in the earth, and κρυβ-ήσια, τά, = νεκύσια, Id.

Greek Monolingual

κρύβηλος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κρυμμένος, κρυπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ-, άλλη μορφή του θ. κρυπτ- του κρύπτω, αναλογική προς το επίρρ. κρύβδην, + κατάλ. -ηλος (πρβλ. κίβδηλος, κορύμβηλος)].