κορύμβηλος
From LSJ
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
English (LSJ)
ὁ, = κορυμβίας (white-berried ivy, Hedera helix), Nic.Fr.74.18.
Greek Monolingual
κορύμβηλος, ὁ (Α) κόρυμβος
κορυμβίας, κισσός.
German (Pape)
= κορυμβίας, στέφος κορυμβήλοιο Nic. bei Ath. XV.683 (v. 18).