λυκόφθαλμος

Revision as of 03:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, wolf-eye, a precious stone, Plin.HN37.187.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκόφθαλμος: ὁ, λύκου ὀφθαλμός, πολύτιμός τις λίθος, Πλίν. 37. 72.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
« œil de loup », sorte de pierre précieuse.
Étymologie: λύκος, ὀφθαλμός.

Greek Monolingual

λυκόφθαλμος, ἡ (Α)
είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ὀφθαλμός (πρβλ. γλαυκόφθαλμος, μεγαλόφθαλμος)].