γλαυκόφθαλμος

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλαυκόφθαλμος Medium diacritics: γλαυκόφθαλμος Low diacritics: γλαυκόφθαλμος Capitals: ΓΛΑΥΚΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: glaukóphthalmos Transliteration B: glaukophthalmos Transliteration C: glafkofthalmos Beta Code: glauko/fqalmos

English (LSJ)

γλαυκόφθαλμον, = γλαυκόμματος, Dsc.1.125, Gal.12.740.

Spanish (DGE)

-ον
que tiene los ojos claros, de color azul o gris azulado claro gener. como un rasgo de debilidad física παιδία Dsc.1.125.5, γυναῖκες Gal.14.414, cf. EM 233.32G.
subst. οἱ γλαυκόφθαλμοι los de ojos claros πρὸς γλαυκοφθάλμους ὥστε μέλανας ἔχειν τὰς κόρας Gal.14.414, cf. 12.740, op. οἱ μελανόφθαλμοι como más sensibles que éstos, Alex.Aphr.Pr.2.56
τό γ. ref. a los niños (τὰ παιδία) εὐθὺς ... γενόμενα ἔοικε τῷ γλαυκοφθάλμῳ, ὕστερον δὲ τῷ μελανομμάτῳ Phlp.in GA 216.28, cf. Orib. en Aët.7.107, Gr.Nyss.Comm.Not.31.4.

Greek (Liddell-Scott)

γλαυκόφθαλμος: -ον, = γλαυκόμματος, Διοσκ. 1. 179.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM γλαυκόφθαλμος, -ον)
ο γαλανομάτης.

German (Pape)

blauäugig, Diosc.