μαιεία

Revision as of 03:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, business of a midwife, Pl.Tht.150d, 210c, cf. Procl. in Alc.Praef.

Greek (Liddell-Scott)

μαιεία: ἡ, τὸ ἔργον τῆς μαίας, Πλάτ. Θεαίτ. 150D, 210C.

Greek Monolingual

μαιεία, ἡ (Α) μαιεύομαι
το έργο της μαίας, η μαίευση, το ξεγέννημα.

Russian (Dvoretsky)

μαιεία:повивальное искусство Plat.