μελανόγραμμος

Revision as of 03:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, with black stripes, Arist.Fr.298.

German (Pape)

[Seite 119] mit schwarzen Linien, Strichen, Arist. bei Ath. VII, 313 c.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόγραμμος: -ον, ὁ ἔχων μελαίνας γραμμὰς ἢ λωρίδας, Ἀριστ. Ἀποσπ. 282.

Greek Monolingual

μελανόγραμμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρες γραμμές ή ραβδώσεις («ὀρροπυγόστικτοι δὲ τῶν ἰχθύων μελάνουρος καὶ σαργός, πολύγραμμοί τε καὶ μελανόγραμμοι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -γραμμος (< γράμμα), πρβλ. ομόγραμμος, ποικιλόγραμμος)].

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνόγραμμος: с черными полосами Arst.